- χελωνόστρακο
- τοτο όστρακο της χελώνας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χελωνόστρακο — το, Ν το όστρακο τής χελώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνα + όστρακο] … Dictionary of Greek
μπαγάς — ο 1. χελώνα 2. χελωνόστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bağa] … Dictionary of Greek
ταρταρούγα — η (λ. ιταλ.), χελωνόστρακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χελωνοκαυκάλα — η το καύκαλο της χελώνας, το χελωνόστρακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)